- ἀπότους
- ἄποτοςnot drinkablemasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγρυπνία ή αγρυπνιά ή αγρύπνια — Το να μένει κανείς άγρυπνος τη νύχτα είτε χωρίς τη θέλησή του (εξαιτίας αρρώστιας, νευρικής ταραχής κλπ.), είτε με τη θέλησή του· η δέηση μέσα στον ναό για τη θεραπεία ασθενούς. (Θρησκ.)Η α. απαντάται σε μεγάλη έκταση στην εθιμική ζωή πολλών λαών … Dictionary of Greek
Αιμίλιος Λέπιδος — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Ύπατος το 187 π.Χ., ποντίφηκας το 180, ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα στην κατασκευή οδών και στην ίδρυση αποικιών. Το 183 έγινε μέλος της Τριανδρίας. 2. Α.Λ. Πορκίνας. Ύπατος το 137 π.Χ. Ο Κικέρων… … Dictionary of Greek
Αρχίλοχος — (Πάρος περ. 680 – Θάσος 640 π.Χ.).Ο αρχαιότερος από τους λυρικούς ποιητές της αρχαίας Ελλάδας για τους οποίους υπάρχουν στοιχεία. Πιστεύεται (δεν υπάρχει γενική συμφωνία) ότι έζησε γύρω στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. (σε ένα από τα αποσπάσματά του… … Dictionary of Greek